Κεντρική σελίδαSitemapΕπικοινωνία
 
Βρίσκεστε εδώ : Κεντρική σελίδα » Το Περιοδικό » Τεύχος 03 2010 » Κοπάδια, Βοσκοί και Βοσκότοποι

Αστέριος Γ. Κεφαλάς , 29. November 2011 

Κοπάδια, Βοσκοί και Βοσκότοποι… τι Άραγε να Έγιναν;

Το καλοκαίρι διάβασα σε μια εφημερίδα ότι ο σύλλογος παντοπωλείων παραπονιόταν ότι τα παραδοσιακά παντοπωλεία έχουν εξαφανιστεί και τη θέση τους έχουν πάρει οι μεγάλες αλυσίδες σουπερμάρκετς. Δεν έδωσα και πολύ σημασία, γιατί είχα άλλα στο νου μου. Μήνες αργότερα στην Αμερική, μια Κυριακή που πήγαινα στην εκκλησία, άκουγα ένα πρόγραμμα στο ραδιόφωνο για το βοσκό. Φυσικά το πρόγραμμα μιλούσε για το βοσκό από τη θρησκευτική σκοπιά. Σκέφτηκα πόσοι σήμερα ξέρουν τι είναι ο βοσκός ή πόσοι έχουν δει ένα βοσκό. Άθελα ήλθαν στο μυαλό μου τα παιδικά μου χρόνια, τότε που οι βοσκοί ήταν άνθρωποι σπουδαίοι. Οι φυσιογνωμίες των δικών μας βοσκών: του Νικολάκ, του Δήμου, του Μιχάλ, του Μαλάμ, του Ανιστάς, ήλθαν πρώτα στο μυαλό μου. Μετά τα ονόματα των γειτόνων, κάτω στου Σούϊλου, των αδελφών Αχιλλέα (ή Γκαργκάνου), Στέργιου, και Γιάνς Παπάρα και τα ξαδέλφια μας, η Μηρώπ κι η Δημητρός.
Στη Σταυρακιού γύρω από τη γούρνα και κάτω από το Καραγάτς μαζεύονταν κάθε μεσημέρι 10 με 15 τσουμπαναρέοι. Άλλοι έβοσκαν πρόβατα (προυβατάρδις), άλλοι γελάδια (Γελαδάρδις) κι άλλοι γίδια (γιδάρδις). Τα πρόβατα έρχονται στη γούρνα πρώτα. Μετά τα γίδια και τελευταία τα γελάδια. Τα πρόβατα και τα γίδια πίνουν λίγο νερό και επειδή είναι κοντά θα πρέπει να είναι η γούρνα γεμάτη. Το καταμεσήμερο, η Σταυρακιού ήταν κομπλέ. Οι τσουμπαναρέοι έστρωναν τς τρουβάδις καταΐ κι έτρωγαν το μεσημεριανό τους. Σε λίγο θ΄ άρχιζαν οι αγώνες. Ο κάθε γελαδάρς έβαζε το καλύτερό του ταυρί να μαλώσει με το ταυρί του άλλου. Το ίδιο έκαναν και τα τραϊά και τα κριάρια. Εμείς είχαμε ένα γερό βόδ του Καλόγρ. Κέρδιζε σχεδόν κάθε μέρα. Μια μέρα λέει ου Μιχάλς: «ένα ξένου ταυρί τουν νίκσει κι απου τότε δεν ξαναμάλουσει ου Καλόγρς.» Ο νέος βασιλιάς τσ Σταυρακιούς ήταν ένα «βοδ απ Τζούρβα, ή απ τα Πλακιά, ή απ ντ Γιούφτσα, απ κει σ΄πέρα» είπε ο Μιχάλς.


Οι βοσκοί ήταν άνθρωποι με αξία. Στην Ιερισσό όλοι ήξεραν «τσ Βιργίνας τσ γιοί.» Ξακουστοί γιδάρηδες με μεγάλα κοπάδια, τσ Τζιρλίαρδοις, ντου Στέργιου ντου Ζάπρη μι τ κόκιν φουράδα κι ντου Πουρπούρ. Ήταν μεγάλη υπόθεση να είσαι βοσκός. Όλη τους η ζωή ήταν τα ζώα. Από νύχτα σε νύχτα οδηγούσαν τα κοπάδια τους στους βοσκότοπους και στα νερά. Το βράδυ, αν έλειπε κανένα ζώο «έτρωγαν ντου τόπου να του βρουν.» Εμείς είχαμε το πρόβλημα με τη φοράδα. Ποτέ δε χόρταινε. Ποτέ δε γύριζε στ’ αλών. Όταν πήγαινα στην Ιερισσό για τις διακοπές, ήξερα πολύ καλά τι με περίμενε: «Άντι πιδούδιμ σίρει να βρεις τα φουράδια… φουβάτει η Ανιστάς… σια κει στου Πλατάν πάλι θα είνι…» θα με πληροφορούσε η μητέρα μου. Το Πλατάν είναι στην άλλη άκρη της χερσονήσου. Μια ώρα με ευνοϊκές συνθήκες. «Αμάν ρε μάνα δε βλέπεις τι γίνεται έξω…θεομηνία, βροχή, χιονόνερο, αστραπές, λάσπες, πού θα πάω με αυτόν τον καιρό;» «Η λύκους ντ αναμπουμπούλα χέριτει!» απαντούσε η μάνα μου. Ήξερα τη ρουτίνα. Ξεκινούσα απ τζ Βράκας ντ ελιά, απ ντ βαλτούδα τ Κιφαλά. Μετά πήγαινα σ Τσιγούρις στου τσιαίρ τα Παγών, από κει στου Ξινόφ και αν δεν είχα επιτυχία κατέληγα στου Πλατάν. Τα φουράδια πήγαινα όπου υπήρχε πράσινο.
Σήμερα όλοι αυτοί οι βοσκότοποι είναι ξεροί. Αναρωτιέμαι: «λες να ξεράθηκαν από την μοναξιά;» Ποιος ξέρει;
Μια μέρα εκεί που περπατούσα στη Θεσσαλονίκη ξαναβρήκα τους βοσκότοπους και τα κοπάδια στην Πλατεία Ναβαρίνου, στην Παραλία, στο Καπάνι και στα Λαδάδικα. Χιλιάδες κοπάδια εκεί. Μερικά στάλζαν (Μάλμπορο και Φραπέ στο χέρι), μερικά βουσκούσαν (πιάτα με μεζέδες) και μερικά έπιναν ποδαράτα ουϊσκάκια. Δεν μπορούσα να βρω τους βοσκούς όμως. Ξαφνικά άκουσα ένα γκδούν, μια χλαπατούρα. Ήταν ένα κινητό" Έρικσον" παλιό μοντέλο. Αμέσως μ’ ήρθαν τα γίδια. Οι νέοι βοσκοί έχουν κρεμάσει ηλεκτρονικά κουδούνια για να μπορούν να βρίσκουν τα ζα τους. Μερικά γκδούνια είχαν γλυκούς ήχους, αυτά ήταν τα προβατνά τα γκδούνια, άλλα είχαν δυνατούς και αραιούς ήχους, όπως η καμπάνα του θανάτου, αυτά ήταν τα βουδνά. Σκέφτηκα, μωρ τι πρόοδο έχει κάνει ο άνθρωπος! Αντί να ψάχνει μεσ’ τη βροχή και στις παγωνιές (πούντες; κι αυτές χάθηκαν) για τα βρει τα ζώα του, τα βρίσκει η Πάναφον ή η Κοσμοτέ.


Και μετά, μου λες, δεν πάμε καλά! Δεν ξέρω, αλλά εγώ νομίζω ότι οι σημερινοί βοσκοί βρίσκουν τα ζώα τους πολύ πιο εύκολα από τους παλιούς. Εγώ πάντως για καλό και για κακό αγόρασα του κινητό! Που ξιθαράς καημένι! Άμα χαθείς, κανένας δε σι ψάχν… Χωρίς κινητό… πού πας ξυπόλτους στα γκαργκάνια!